μανικετόκουμπο

μανικετόκουμπο
το
κουμπί ραμμένο ή κινητό που χρησιμοποιείται στα μανίκια υποκαμίσων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μανικέτι + κουμπί].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μανικετόκουμπο — το το κουμπί που κουμπώνει τα μανικέτια του πουκάμισου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μανικέτι — το 1. η άκρη μακριού μανικιού υποκαμίσου που κουμπώνει στον καρπό, η περιχειρίδα, η μανσέτα 2. μανικετόκουμπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. manichetto] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”